- κώμα
- το, -ατοςληθαργική παθολογική κατάσταση, στέρηση κάθε αισθητικότητας και κινητικότητας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κῶμα — deep sleep neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώμα — Παθολογική κατάσταση κατά την οποία επέρχεται απώλεια της συνείδησης, της εθελουσίας κινητικότητας και της αισθητικότητας, ενώ διατηρούνται οι λειτουργίες του νευροφυτικού συστήματος. Ο ασθενής δεν αντιδρά ακόμη και σε έντονη διέγερση. Το κ.… … Dictionary of Greek
κωμᾶ — κωμάζω revel fut ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμάσας — κωμά̱σᾱς , κωμάζω revel fut part act fem acc pl (doric) κωμά̱σᾱς , κωμάζω revel fut part act fem gen sg (doric) κωμάσᾱς , κωμάζω revel aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώμας — κώμᾱς , κώμη unwalled village fem acc pl κώμᾱς , κώμη unwalled village fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμᾶς — κωμᾶ̱ς , κωμάζω revel fut ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμάσαι — κωμά̱σᾱͅ , κωμάζω revel fut part act fem dat sg (doric) κωμάζω revel aor inf act κωμάσαῑ , κωμάζω revel aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμάσαις — κωμά̱σαις , κωμάζω revel fut part act fem dat pl (doric) κωμάζω revel aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic) κωμάζω revel aor opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώμαι — κώμᾱͅ , κώμη unwalled village fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώμαν — κώμᾱν , κώμη unwalled village fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)